- μαλακτικά
- μαλακτικόςemollientneut nom/voc/acc plμαλακτικά̱ , μαλακτικόςemollientfem nom/voc/acc dualμαλακτικά̱ , μαλακτικόςemollientfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαλακτικάς — μαλακτικά̱ς , μαλακτικός emollient fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτόρροια — Η αυτόματη εκροή γάλακτος από τους μαστούς της γυναίκας. Συχνά παρατηρείται μετά το τέλος του θηλασμού, κατά την περίοδο της γαλουχίας, οπότε το φαινόμενο θεωρείται φυσιολογικό, εάν η ποσότητά του είναι μικρή και η χρονική διάρκεια της εκροής… … Dictionary of Greek
λαβατέρα — (Lavatera). Γένος φυτών της οικογένειας malvaceae. Είναι ποώδες φυτό, διετές ή πολυετές, το ύψος του οποίου ποικίλλει και μπορεί να φτάσει σε αρκετά μέτρα. Έχει όρθιο, ισχυρό και ξυλώδη βλαστό. Τα φύλλα του είναι μεγάλα, καρδιοειδή, οδοντωτά, με… … Dictionary of Greek
λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου … Dictionary of Greek
σύμφυτο — (symphytum). Γένος φυτών της οικογένειας των Βορραγινιδών, που αριθμεί 25 περίπου είδη που φυτρώνουν στην Ευρώπη, Δ. Ασία και Β. Αφρική. Είναι πόες πολυετείς, χνουδωτές, πράσινες και πολλές φορές ποικιλόχρωμες. Έχουν φύλλα μεγάλα ωοειδή ή… … Dictionary of Greek